ενσχερώ

ενσχερώ
ἐνσχερώ (Α)
επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ τού επιθ. σχερός. (Για το β' συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐνσχερώ — in a row indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισχερώ — ἐπισχερώ (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.) 2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.) 3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”